βουτσινά

βουτσινά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βουτσινά" в других словарях:

  • βουτσίνα — η [βουτσί] βουτσί, πιθάρι …   Dictionary of Greek

  • βουτσινάς — ο [βουτσίνα] ο βουτσάς* …   Dictionary of Greek

  • καπνιστής — ὁ, θηλ. καπνίστρια (για πρόσ.) αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει, να εισπνέει καπνό από τσιγάρο, πούρο, πίπα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω. Η λ. καπνιστής μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος από τον Φ. Α. Βουτσινά, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • Ακρόπολις — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια πολιτική και ειδησεογραφική εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1883 από τον Βλάση Γαβριηλίδη. Η έκδοση της εφημερίδας αυτής, με το φιλελεύθερο, προοδευτικό και μαχητικό πνεύμα που τη διέκρινε, σημείωσε σταθμό στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»